- πλησίασμα
- τό1) сближение; приближение; 2) подход, подступ; 3) перен. сближение, установление контакта (с кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλησίασμα — το, ατος το να πλησιάζει κανείς, η προσέγγιση: Το πλησίασμα του εχθρού πρέπει να γίνεται με πολλές προφυλάξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησίασμα — το, ΝΑ [πλησιάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα νεοελλ. 1. συναναστροφή 2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία 3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του 4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι… … Dictionary of Greek
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek
πλεύριση — πλεύριση, η και πλεύρισμα, το 1. το πλησίασμα του πλεούμενου στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο, το ζύγωμα, αλλιώς κοτσάρισμα: Η πλεύριση του πλοίου είναι δύσκολη με τη θαλασσοταραχή. 2. πλησίασμα, σίμωμα, ζύγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
ακοστάρισμα — το (ακοστάρω) Ναυτ. πλεύρισμα ή πλησίασμα πλοίου στην αποβάθρα, την προκυμαία, τήν ακτή κ.λπ … Dictionary of Greek
ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… … Dictionary of Greek
θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… … Dictionary of Greek
κοντοζύγωμα — το [κοντοζυγώνω] προσέγγιση, πλησίασμα … Dictionary of Greek
κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek